ψυχοπαθολογικός

ψυχοπαθολογικός
η , ό[ν] психопатологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψυχοπαθολογικός" в других словарях:

  • ψυχοπαθολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπαθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπαθολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοπαθολογία. 2. αυτός που πάσχει ψυχικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»